οικτροφανής

οικτροφανής
οἰκτροφανής, -ές (Α)
οικτρός στην εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. αόρ. -φάν-ην τού φαίνω), πρβλ. λαμπρο-φανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”